- αμηνιτως
- ἀμηνίτως(ῑ) без гнева, благосклонно
(θεῖναί τινα δόμοις Aesch.; ἀ. καὴ φιλανθρώπως χρῆσθαί τινι Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(θεῖναί τινα δόμοις Aesch.; ἀ. καὴ φιλανθρώπως χρῆσθαί τινι Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀμηνίτως — ἀμηνί̱τως , ἀμήνιτος not angry adverbial ἀμηνί̱τως , ἀμήνιτος not angry masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)